- ἀξύμφορος
- ἀσύμφοροςinconvenientmasc/fem nom sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασύμφορος — η, ο (AM ἀσύμφορος, ον, Α και ἀξύμφορος) [συμφέρω] 1. αυτός που δεν συμφέρει, ανώφελος, επιζήμιος 2. ο ακατάλληλος αρχ. μσν. παράλογος … Dictionary of Greek